- σκοταδιστικός
- -ή, -όπου επιδιώκει το σκοταδισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοταδιστικός — ή, ό, Ν [σκοταδιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκοταδισμό και στον σκοταδιστή 2. αυτός που φέρνει ή που επιδιώκει τον σκοταδισμό, που έρχεται σε αντίθεση με την πνευματική καλλιέργεια. επίρρ... σκοταδιστικά Ν με τρόπο σκοταδιστικό … Dictionary of Greek